- ἀναπείθεται
- ἀναπείθωpersuadepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσανάπειστος — δυσανάπειστος, ον (Α) που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα … Dictionary of Greek